Συρράκο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Συρράκο | ||
γενική | του | Συρράκου | ||
αιτιατική | το | Συρράκο | ||
κλητική | Συρράκο | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Συρράκο < → δείτε τη λέξη Σιράκο
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Συρράκο ουδέτερο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Συρράκο
|
- ↑ η γραφή με -υ- από παρετυμολογία, λόγω της ακουστικής ομοιότητας / παρωνυμίας με τη λέξη συρρέω