Φανερωμένη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Φανερωμένη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μετοχής φανερωμένος του ρήματος φανερώνομαι

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Φανερωμένη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]