Φραγκοσυριανή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Φραγκοσυριανή θηλυκό, (αρσενικό Φραγκοσυριανός)
- (πατριδωνυμικό) η κάτοικος της Σύρου, καθολικού δόγματος ή φράγκικης (ιταλο-γαλλικής) καταγωγής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Φραγκοσυριανή
|