Χαντζάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Χαντζάρα < γενική ενικού του αρσενικού Χαντζάρας
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Χαντζάρα θηλυκό άκλιτο
Δείτε επίσης : χαντζάρα, Χατζάρα |
Χαντζάρα θηλυκό άκλιτο