Χολέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Χολέρα < γενική ενικού του αρσενικού Χολέρας
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Χολέρα θηλυκό άκλιτο
Δείτε επίσης : χολέρα |
Χολέρα θηλυκό άκλιτο