Ωσηέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ωσηέ < αρχαία ελληνική Ὡσηέ < λατινική Osee < εβραϊκή הושע (Hoshe'ah) που σήμαινε "Η σωτηρία του Κυρίου".
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ωσηέ αρσενικό
- ένας από τους δώδεκα μικρούς προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης
- ένα από τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ωσηέ