άγραφτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άγραφτος | η | άγραφτη | το | άγραφτο |
γενική | του | άγραφτου | της | άγραφτης | του | άγραφτου |
αιτιατική | τον | άγραφτο | την | άγραφτη | το | άγραφτο |
κλητική | άγραφτε | άγραφτη | άγραφτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άγραφτοι | οι | άγραφτες | τα | άγραφτα |
γενική | των | άγραφτων | των | άγραφτων | των | άγραφτων |
αιτιατική | τους | άγραφτους | τις | άγραφτες | τα | άγραφτα |
κλητική | άγραφτοι | άγραφτες | άγραφτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
άγραφτος -η -ο
- που δεν έχει γραφτεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άγραφτος
→ δείτε τη λέξη άγραφος |