άγρια χαράματα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άγρια, ουδέτερο πληθυντικός του επιθέτου άγριος (με την έννοια: "δύσκολος") & χαράματα, πληθυντικός του χάραμα
Έκφραση[επεξεργασία]
άγρια χαράματα
- (με έμφαση) πολύ νωρίς το πρωί
- ξύπνησα απ' τ' άγρια χαράματα για να πάω στο αεροδρόμιο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άγρια χαράματα
|