άδολα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
άδολα < άδολος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

άδολα

  • αγνά, χωρίς κακή ή εγωιστική πρόθεση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]