άθλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άθλος | οι | άθλοι |
γενική | του | άθλου | των | άθλων |
αιτιατική | τον | άθλο | τους | άθλους |
κλητική | άθλε | άθλοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άθλος < αρχαία ελληνική ἆθλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άθλος αρσενικό
- Οι δώδεκα άθλοι του Ηρακλή
- Η ολοκλήρωση του περίπλου της Γης ήταν ένας πραγματικός άθλος.