άι στο διάλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈai̯ sto‿ˈðʝa.lo/
Έκφραση
[επεξεργασία]άι στο διάλο!
- να πας στο διάβολο
- άλλες μορφές: α στο διάλο! άντε στο διάολο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άι στο διάλο