άλογα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈa.lo.ɣa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐λο‐γα
- τονικά παρώνυμα: η αλόγα, του αλογά
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
άλογα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άλογα
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- άλογα: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
άλογα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του άλογο
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
άλογα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (άλογο) του άλογος
Πηγές[επεξεργασία]
- άλογα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας