άμα κοφτεί κοντέ το όγκιουμα, όνι μακραίντα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τσακωνικά (tsd)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άμα κοφτεί κοντέ το όγκιουμα, όνι μακραίντα < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση
[επεξεργασία]άμα κοφτεί κοντέ το όγκιουμα, όνι μακραίντα
- (μεταφορικά) όταν κοπεί κοντό το πουκάμισο, δεν μακραίνει, όταν γίνει το κακό δεν διορθώνεται
Πηγές
[επεξεργασία]- κόβω - σελ.84.jpg, τόμ.2 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 2ος@academyofathens
- κόβω - σελ.85.jpg, τόμ.2 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 2ος@academyofathens