άμα τη εμφανίσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άμα τη εμφανίσει < → λείπει η ετυμολογία ἅμα τῇ ἐμφανίσει < → δείτε ἅμα (συγχρόνως) και στη δοτική τῇ ἐμφανίσει (του ἐμφάνισις)
Έκφραση[επεξεργασία]
άμα τη εμφανίσει
- (παρωχημένο) μόλις εμφανιστεί ή μόλις εμφανίστηκε.
- → χρειάζεται παράθεμα όχι της καθαρεύουσας