άμπωτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άμπωτη < αρχαία ελληνική ἄμπωτις < ἀνάπωτις < ἀναπίνομαι < ἀνά + πίνω (ἄμπωτις θάλασσα: η θάλασσα που πίνει/ρουφάει το νερό)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άμπωτη θηλυκό
- η πτώση της στάθμης της θάλασσας λόγω παλιρροϊκών φαινομένων