άνοιξες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈa.ni.kses/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐νοι‐ξες
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
άνοιξες θηλυκό
- (λογοτεχνικό) άλλη μορφή του ανοίξεις - ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του άνοιξη
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
άνοιξες