άπικρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άπικρος | η | άπικρη | το | άπικρο |
γενική | του | άπικρου | της | άπικρης | του | άπικρου |
αιτιατική | τον | άπικρο | την | άπικρη | το | άπικρο |
κλητική | άπικρε | άπικρη | άπικρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άπικροι | οι | άπικρες | τα | άπικρα |
γενική | των | άπικρων | των | άπικρων | των | άπικρων |
αιτιατική | τους | άπικρους | τις | άπικρες | τα | άπικρα |
κλητική | άπικροι | άπικρες | άπικρα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άπικρος < αρχαία ελληνική ἄπικρος
Επίθετο
[επεξεργασία]άπικρος, -η, -ο
- που δεν είναι πικρός
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άπικρος
|