άρα κατάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άρα κατάρα θηλυκό άκλιτο
- (λαϊκότροπο) αίτηση ή παράκληση για εκπλήρωση ή πραγματοποίηση μιας επιθυμίας, που συνοδεύεται από κατάρα σε περίπτωση μη εκπλήρωσης ή πραγματοποίησης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άρα κατάρα
|