άρδην
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άρδην < αρχαία ελληνική ἄρδην < ἀείρω / αἴρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂uer-
Επίρρημα
[επεξεργασία]άρδην (τροπικό)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άρδην
|