άρθρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άρθρωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άρθρωμα ουδέτερο
- (πληροφορική) αυτοτελές τμήμα λογισμικού που οι λειτουργίες του μπορούν να χρησιμοποιηθούν από άλλο λογισμικό
Υπώνυμα[επεξεργασία]
πληροφορική: