άρκτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άρκτος | οι | άρκτοι |
γενική | της | άρκτου | των | άρκτων |
αιτιατική | την | άρκτο | τις | άρκτους |
κλητική | άρκτε | άρκτοι | ||
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άρκτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄρκτος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂ŕ̥tḱos (αρκούδα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άρκτος θηλυκό
- (λόγιο, θηλαστικό ζώο) η αρκούδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άρκτος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νόσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)