άσκημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈa.sci.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐σκη‐μα
- παρώνυμο: άσχημα
Επίρρημα
[επεξεργασία]άσκημα
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του άσχημα
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις άσκημος και άσχημος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]άσκημα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (άσκημο) του άσκημος