άσπρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άσπρισμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άσπρισμα ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άσπρισμα
|