άστεγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άστεγος | η | άστεγη | το | άστεγο |
γενική | του | άστεγου | της | άστεγης | του | άστεγου |
αιτιατική | τον | άστεγο | την | άστεγη | το | άστεγο |
κλητική | άστεγε | άστεγη | άστεγο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άστεγοι | οι | άστεγες | τα | άστεγα |
γενική | των | άστεγων | των | άστεγων | των | άστεγων |
αιτιατική | τους | άστεγους | τις | άστεγες | τα | άστεγα |
κλητική | άστεγοι | άστεγες | άστεγα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
άστεγος, -η, -ο