άφησε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]άφησε
- γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αφήνω
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αφήνω (και άσε)
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]- άφισε (παρωχημένο)