έγκληση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: έγκλειση, έγκλιση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έγκληση οι εγκλήσεις
      γενική της έγκλησης* των εγκλήσεων
    αιτιατική την έγκληση τις εγκλήσεις
     κλητική έγκληση εγκλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγκλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
έγκληση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔγκλη(σις) + -ση. Συγχρονικά αναλύεται σε (εν-) έγ- + κλήση. Δείτε εγκαλώ.[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈeŋ.ɡli.si/ και συχνά /ˈe.ɡli.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐γκλη‐ση
παλιότερος συλλαβισμός: έγ‐κλη‐ση
ομόηχα: έγκλιση, έγκλειση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

έγκληση θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]