έκνομα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈe.kno.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐κνο‐μα
- παλιότερος συλλαβισμός : έκ‐νο‐μα
Επίρρημα[επεξεργασία]
έκνομα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έκνομα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
έκνομα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του έκνομος