έμφυτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έμφυτος | η | έμφυτη | το | έμφυτο |
γενική | του | έμφυτου | της | έμφυτης | του | έμφυτου |
αιτιατική | τον | έμφυτο | την | έμφυτη | το | έμφυτο |
κλητική | έμφυτε | έμφυτη | έμφυτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έμφυτοι | οι | έμφυτες | τα | έμφυτα |
γενική | των | έμφυτων | των | έμφυτων | των | έμφυτων |
αιτιατική | τους | έμφυτους | τις | έμφυτες | τα | έμφυτα |
κλητική | έμφυτοι | έμφυτες | έμφυτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έμφυτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔμφυτος[1], μορφολογικά αναλύεται εμ- + -φυτος ( < φύομαι)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈeɱ.fi.tos/ αρσενικό
Επίθετο[επεξεργασία]
έμφυτος, -η, -ο
- που υπάρχει στη φύση κάποιου από τη γέννησή του και δεν έχει αποκτηθεί κατά τη διάρκεια της ζωής του ή μετά από αγωγή και μάθηση
- ↪ έχει έμφυτη ενεργητικότητα και τόλμη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ έμφυτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εμ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φυτος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)