ένθεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ένθεση | οι | ενθέσεις |
γενική | της | ένθεσης* | των | ενθέσεων |
αιτιατική | την | ένθεση | τις | ενθέσεις |
κλητική | ένθεση | ενθέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενθέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ένθεση < αρχαία ελληνική ἔνθεσις < ἐντίθημι < τίθημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰédʰeh₁- < *dʰeh₁-. Συγχρονικά αναλύεται σε έν- + θέση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ένθεση θηλυκό
- η τοποθέτηση μέσα ή επάνω σε κάτι
- (αρχιτεκτονική) ενδόμηση, εντοίχιση
- (λογοτεχνία) εγκιβωτισμός
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- (ναυτικός όρος) ένθεση λέμβων: η τοποθέτηση μέσα στο πλοίο των λέμβων που κρέμονται έξω από το πλοίο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ένθεση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα έν- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνία (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)