έτερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έτερος | η | έτερη | το | έτερο |
γενική | του | έτερου | της | έτερης | του | έτερου |
αιτιατική | τον | έτερο | την | έτερη | το | έτερο |
κλητική | έτερε | έτερη | έτερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έτεροι | οι | έτερες | τα | έτερα |
γενική | των | έτερων | των | έτερων | των | έτερων |
αιτιατική | τους | έτερους | τις | έτερες | τα | έτερα |
κλητική | έτεροι | έτερες | έτερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έτερος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕτερος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈe.te.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐τε‐ρος
Επίθετο[επεξεργασία]
έτερος, -η, ο και κατά την αρχαία κλίση ετέρα, έτερον
- (αρχαιοπρεπές) άλλος (σε λόγιες τυποποιημένες εκφράσεις)
- ※ Όσο για την έτερη παρουσιάστρια της πρωινής ζώνης (…), αυτή δεν κατάφερε να ανεβάσει τα ποσοστά της εκπομπής (…), η οποία έμεινε στη λίστα της AGB σε χαμηλά επίπεδα, της τάξης του 6,4%. (εφημερίδαΜακεδονία, 04.01.2006)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- το έτερον ήμισυ: ο / η σύζυγος
- έτερον εκάτερον: για δύο πράγματα που δεν σχετίζονται αναγκαστικά μεταξύ τους με αιτιώδη σχέση
- «έτεροι ετέρους άρχουσι» Αριστοτέλης «Πολιτικά»
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έτερος
→ δείτε τη λέξη άλλος |
Πηγές[επεξεργασία]
- έτερος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)