έχμαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έχμαση | οι | εχμάσεις |
γενική | της | έχμασης* | των | εχμάσεων |
αιτιατική | την | έχμαση | τις | εχμάσεις |
κλητική | έχμαση | εχμάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εχμάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έχμαση θηλυκό
- (ναυτικός όρος, επίσημο, σπάνιο) ασφαλές δέσιμο (με έχμα) λέμβου σε πλοίο, της άγκυρας ή των φορτίων ενός πλοίου κ.λ.π.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Επίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)