ήλεκτρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ήλεκτρο | τα | ήλεκτρα |
γενική | του | ήλεκτρου | των | ήλεκτρων |
αιτιατική | το | ήλεκτρο | τα | ήλεκτρα |
κλητική | ήλεκτρο | ήλεκτρα | ||
Δείτε και την κλίση του ήλεκτρον. | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ήλεκτρο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἤλεκτρον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ήλεκτρο ουδέτερο
- το κεχριμπάρι
- κράμα από χρυσό και ασήμι
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Από την ιδιότητα του να έλκει τ΄ αντικείμενα σε μεγαλύτερο βαθμό, όταν τρίβεται, τού αποδόθηκε αυτό που σήμερα ονομάζομαι ηλεκτρισμό.[1]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ήλεκτρο
|
Αναφορές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)