ήνυστρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ήνυστρο | τα | ήνυστρα |
γενική | του | ηνύστρου & ήνυστρου |
των | ηνύστρων |
αιτιατική | το | ήνυστρο | τα | ήνυστρα |
κλητική | ήνυστρο | ήνυστρα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ήνυστρο < αρχαία ελληνική ἤνυστρον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ήνυστρο ουδέτερο
- το τελευταίο από τα τέσσερα στομάχια στα μηρυκαστικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ήνυστρο
|