αβίαστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αβίαστα < επίθετο αβίαστος
Επίρρημα[επεξεργασία]
αβίαστα
- χωρίς πίεση, καταναγκασμό ή βιασύνη, ελεύθερα, ήρεμα
- Ο χρόνος κύλησε αβίαστα.
- αυθόρμητα, φυσικά, εύκολα
- Η αντίδρασή του ήρθε αβίαστα.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αβίαστα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αβίαστος