αβαγιανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αβαγιανός < α- προτακτικό + θηλυκό βαγι(ά) + -ανός < βάγια < αρχαία ελληνική βαΐς [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.va.ʝaˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βα‐για‐νός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αβαγιανός αρσενικό
- (βοτανική, ιδιωματικό, λογοτεχνικό) η λεβάντα, η αγριολεβάντα
- ※ Μοσχοβολά αβαγιανούς και ρίγανη, σταφύλια πατημένα και τσακισμένα φύλλα της πικραμυγδαλιάς, που κανένας μας δεν άπλωνε να κόψει τα τσάγαλά της πάνω από τη στέρνα. (Στράτης Μυριβήλης, Βασίλης Αρβανίτης, 1943 [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αβαγιανός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α-, προτακτικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ανός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)