αβαρέλιαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
αβαρέλιαστος< α- + (βαρελιάζω) βαρελιασ- + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αβαρέλιαστος
- (λαϊκότροπο) που δεν έχει μπει σε βαρέλι
Πηγές[επεξεργασία]
- αβαρέλιαστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αβαρέλιαστος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας