αβγάτισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αβγάτισμα < αβγατίζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈvɣa.ti.zma/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αβγάτισμα ουδέτερο
- η αύξηση, ο πολλαπλασιασμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αβγάτισμα
|