αβγά κουρεύουμε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αβγά κουρεύουμε;: → δείτε τις λέξεις αβγά, αβγό, κουρεύουμε και κουρεύω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈvɣa kuˈɾevume/ με επιτονισμό για ερώηηση
Έκφραση[επεξεργασία]
αβγά κουρεύουμε;
- (προφορικό, ειρωνικό) δεν ξέρουμε τη δουλειά μας; (ρητορική ερώτηση, με τη βεβαιότητα ότι είμαστε πολύ καλοί στη δουλειά μας)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αβγά κουρεύουμε
|