αβγοθήκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.vɣoˈθi.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βγο‐θή‐κη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αβγοθήκη θηλυκό
- (κουζινικά) σκεύος ή συσκευασία ειδικά διαμορφωμένη για την τοποθέτηση αβγών
- ↪ κάναμε απλοϊκή ηχομόνωση ντύνοντας τους τοίχους και τα ταβάνια με αβγοθήκες
- ↪ τα περισσότερα ψυγεία έχουν αβγοθήκη στην πόρτα
- το μέρος ενός κοτετσιού όπου γεννούν οι κότες [1]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- για την τοποθέτηση ενός βραστού αβγού → δείτε τη λέξη αβγουλιέρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αβγοθήκη
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -θήκη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κουζινικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)