αβγωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.vɣoˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βγω‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
αβγωμένος, -η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αβγωμένος
|