αβελτηρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αβελτηρία < αρχαία ελληνική ἀβελτερία < ἀβέλτερος < στερητικό α- + βέλτερος (αρχαία ελληνική βελτίων), αυτός που δεν μπορεί να βελτιωθεί
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αβελτηρία και αβελτερία θηλυκό
- η αμυαλιά, η ανοησία, η μωρία, η οκνηρία σκέψεως, η απειροκαλία, η ατασθαλία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αβελτηρία
→ δείτε τη λέξη αβελτερία |