αβλαβέστατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αβλαβέστατος < αβλαβ(ής) + -έστατος < αρχαία ελληνική ἀβλαβέστατος
Επίθετο[επεξεργασία]
αβλαβέστατος, -η, -ο
- υπερθετικός βαθμός του αβλαβής, που δεν προξενεί απολύτως καμία βλάβη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αβλαβέστατος
|