αβουλήτως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αβουλήτως < αβούλητος
Επίρρημα
[επεξεργασία]αβουλήτως
- που γίνεται με τρόπο που μαρτυρεί έλλειψη βούλησης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αβουλήτως