αβουλκάνιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αβουλκάνιστος < α- + βουλκανίζω + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αβουλκάνιστος, -η, -ο
- που δεν έχει βουλκανιστεί ή δεν μπορεί να βουλκανιστεί, δεν έχει υποστεί την επεξεργασία του βουλκανισμού
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αβουλκάνιστος
|