αβούτηχτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αβούτηχτος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν βουτήξει σε υγρό, δεν τον έχουν βυθίσει
- (μεταφορικά) που δεν τον έχουν κλέψει
- (μεταφορικά) που δεν έχει βασιλέψει, δεν έχει δύσει