αβράδιαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αβράδιαστος, -η, -ο
- που δεν φτάνει μέχρι το βράδυ
- (λογοτεχνικό) αυτός που δεν έχει τελειωμό
- ≈ συνώνυμα: ατέλειωτος
- αβράδιαστος πόνος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αβράδιαστα
- → δείτε τις λέξεις βραδιάζω και βράδυ