αγαθαρχικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγαθαρχικός < μεσαιωνική ελληνική αγαθάρχης
Επίθετο[επεξεργασία]
αγαθαρχικός, -η, -ον
- (θρησκεία) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγαθαρχία του Θεού
- (νεοελλ.) αυτος που διέπεται από αγαθές (καλές) αρχές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγαθαρχικός
|