αγαλήνευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγαλήνευτος < ἀγαλήνευτος στην καθαρεύουσα < α- στερητικό + γαληνεύω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αγαλήνευτος, -η, -ο
- που δεν έχει γαληνεύσει, που δεν έχει βρει τη γαλήνη, ανήσυχος
- (για θάλασσα) ταραγμένη, φουρτουνιασμένη