αγαλματοποιία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγαλματοποιία < (ελληνιστική κοινή) ἀγαλματοποιία < ἄγαλμα + -ποιία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγαλματοποιία θηλυκό
- η τέχνη του αγαλματοποιού, η κατασκευή αγαλμάτων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγαλματοποιία
|