αγαλούχητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αγαλούχητος, -η, -ο
- που δεν έχει γαλουχηθεί
- ο αμύητος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγαλούχητος
|